προμάντευμα

προμάντευμα
τὸ, ΝΜΑ, και προμάντεμα, Ν [προμαντεύω]
πρόρρηση, προφητεία
νεοελλ.-μσν.
προαίσθηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προμάντευμα — prediction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμαντεύμασιν — προμάντευμα prediction neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμαντεύματα — προμάντευμα prediction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προμαντεύματος — προμάντευμα prediction neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληδονίς — κληδονίς, ίδος, ἡ (Μ) [κληδών] πρόρρηση, αγγελία, μαντεία, προμάντευμα …   Dictionary of Greek

  • πρόρρημα — ήματος, τὸ, Α [προλέγω] 1. πρόγνωση, προμάντευμα 2. προφητεία, πρόρρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”